- αλλογλωσσία
- η (Α ἀλλογλωσσία) [ἀλλόγλωσσος]χρησιμοποίηση ξένης γλώσσας, διαφορά γλώσσας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλλογλωσσίας — ἀλλογλωσσίᾱς , ἀλλογλωσσία use of a strange tongue fem acc pl ἀλλογλωσσίᾱς , ἀλλογλωσσία use of a strange tongue fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλόγλωσσος — η, ο (Α ἀλλόγλωσσος, ον) αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γλωσσος < αρχ. γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία] … Dictionary of Greek